εμβόλιμος

εμβόλιμος
-ή, -ο (AM ἐμβόλιμος, -ον)
1. αυτός που παρεμβάλλεται ή έχει παρεμβληθεί, τοποθετηθεί κατ' εξαίρεση μέσα σε κανονική σειρά (α. «εμβόλιμη συνεδρία» β. «εμβόλιμη ημέρα» — η 29η Φεβρουαρίου στα δίσεκτα έτη)
2. φρ. «εμβόλιμοι στίχοι», «ἐμβόλιμα ἔπη» — παρείσακτοι, νόθοι στίχοι, οι οποίοι τοποθετήθηκαν μεταγενέστερα σε ποιητικό συνήθως κείμενο
3. φρ. «εμβόλιμον άσμα» και ως ουσ. εμβόλιμο(ν)
χορικό άσμα χαλαρά συνδεδεμένο με τον μύθο τού δράματος ή μουσικό κομμάτι (intermezzo) χαλαρά συνδεδεμένο ως προς το θέμα με τη σύνθεση στην οποία έχει παρεμβληθεί
αρχ.
φρ.
1. «μήν ἐμβόλιμος» — ο 13ος μήνας τον οποίο προσέθεταν ανά διετία στο αττικό ημερολόγιο
2. «ἐμβόλιμοι παῑδες» — υποβολιμαίοι, νόθοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐμβόλιμος — intercalated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβόλιμος — η, ο που μπαίνει ανάμεσα, που παρεμ βάλλεται: Η 29η Φεβρουαρίου είναι εμβόλιμη ημέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμβόλιμον — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem acc sg ἐμβόλιμος intercalated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολίμοις — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολίμου — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολίμους — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολίμων — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολίμῳ — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβόλιμα — ἐμβόλιμος intercalated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβόλιμοι — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”